ἤραρε

ἤραρε
ἀραρίσκω
join
aor ind act 3rd sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κεραοξόος — κεραοξόος, ον (Α) 1. αυτός που ξύνει και κατεργάζεται κέρατα 2. αυτός που κατασκευάζει τόξα από κέρατα («τὰ μὲν ἀσκήσας κεροοξόος ἤραρε τέκτων», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κεραός + ξόος (< ξόος < ξέω), πρβλ. λα ξόος, λιθο ξόος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”